Η κλείδα είναι ένα μακρύ οστό του άνω άκρου που συνδέει τον ώμο με το υπόλοιπο σώμα. Έχει σχήμα “S”, βρίσκεται ακριβώς κάτω από το δέρμα και τον υποδόριο ιστό προστατεύοντας σημαντικές δομές όπως τα νεύρα του βραχιονίου πλέγματος και μεγάλα αγγεία όπως η υποκλείδιος αρτηρία. Συμμετέχει στην κίνηση της προσαγωγής, απαγωγής και ανύψωσης του άνω άκρου. Αρθρώνεται προς τα έξω με την ωμοπλάτη σχηματίζοντας της ακρωμιοκλειδική άρθρωση και προς τα μέσα με το στέρνο σχηματίζει τη στερνοκλειδική άρθρωση. Λόγο μορφολογίας και θέσης που βρίσκεται, συχνά τραυματίζεται από κακώσεις άμεσης πλήξης της περιοχής του ώμου.
Τι είναι το κάταγμα κλείδας;
Το κάταγμα (σπάσιμο) της κλείδας προκαλείται από τραύματα υψηλής βίας. Ανάλογα με τη θέση εντόπισης χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες. Αυτά που αφορούν τη μεσότητα και είναι τα πιο συχνά (80%), τα κατάγματα του έξω (10-15%) και του έσω τριτημορίου (5%).
Η θέση εντόπισης του κατάγματος, η παρεκτόπιση του και τυχόν συνοδές βλάβες στα μαλακά μόρια, τα αγγεία και τα νεύρα της περιοχής είναι οι παράγοντες που θα μας οδηγήσουν στην απόφαση για την ενδεδειγμένη θεραπεία.
Ποιά είναι τα συμπτώματα και πως γίνεται η διάγνωση;
Ο ασθενής βιώνει έντονο πόνο και αδυναμία κίνησης του άνω άκρου από το επίπεδο του αγκώνα και πάνω. Επειδή είναι σχετικά επιφανειακό οστό, ανάλογα με την παρεκτόπιση παρατηρείται δυσμορφία της περιοχής καθώς το οστό πιέζει τους υπερκείμενους ιστούς και το δέρμα.
Τη διάγνωση θέτουν οι απεικονιστικές μέθοδοι. Έτσι θα ζητηθούν ακτινογραφίες της κλείδας και των παράπλευρων αρθρώσεων του ώμου και της στερνοκλειδικής. Επίσης θα γίνει αξονική τομογραφία με τρισδιάστατη απεικόνιση για την καλύτερη απεικόνιση της βλάβης.
Αρχικώς στον ασθενή θα τοποθετηθεί ένας απλός φάκελος-ανάρτηση άνω άκρου. Ο έλεγχος του πόνου γίνεται με την ακινητοποίηση, τη λήψη ισχυρών παυσίπονων και την εφαρμογή παγοθεραπείας στην περιοχή. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο κλινικός έλεγχος για τυχόν ύπαρξη δευτερογενών βλαβών σε αγγεία και νεύρα του άνω άκρου.
Ποια είναι η θεραπεία των καταγμάτων της κλείδας;
- Συντηρητική (μη χειρουργική) θεραπεία. Αφορά σε περιπτώσεις όπου έχουμε ελάχιστη παρεκτόπιση του κατάγματος, κάτω από 2εκ. βράχυνση του οστού και κάτω από 1εκ. απόκλιση των κατεαγόντων τμημάτων σε εγκάρσιο και μετωπιαίο επίπεδο. Επίσης θα πρέπει να μην υπάρχει νευραγγειακή βλάβη. Ο ασθενής θα αντιμετωπιστεί με ακινητοποίηση σε έναν απλό νάρθηκα-φάκελο για 3-4 εβδομάδες και θα ακολουθήσει πρόγραμμα κινησιοθεραπείας και ενδυνάμωσης για την αποκατάσταση της κίνησης του άκρου. Κύριες επιπλοκές της συντηρητικής αντιμετώπισης είναι η ψευδάρθρωση (να μην κολλήσει το κάταγμα) και η πώρωση σε λάθος θέση, καθώς και η μετατραυματική δυσκαμψία του άκρου που θα προκαλέσουν χρόνιο πόνο και δυσκολία στην κίνηση.
- Χειρουργική αντιμετώπιση. Σε περιπτώσεις όπου έχουμε μεγαλύτερη παρεκτόπιση του κατάγματος θα προταθεί η χειρουργική θεραπεία. Αυτή περιλαμβάνει τοποθέτηση υλικών (συνηθέστερα πλάκα με βίδες) μέσω της οποίας θα επιτύχουμε την ανάταξη του κατάγματος και την επαναφορά των σωστών ανατομικών σχέσεων του οστού. Απόλυτες ενδείξεις χειρουργικής αντιμετώπισης είναι τα ανοιχτά κατάγματα, η παρεκτόπιση και βράχυνση της κλείδας άνω των 2 εκ., οι συνοδές νευραγγειακές βλάβες και η απειλή νέκρωσης του δέρματος από τις υποκείμενες οστικές δοκίδες της κλείδας.
Η χειρουργική επέμβαση πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία, διαρκεί 1-1 ½ ώρα και θα πρέπει να πραγματοποιείται από εξειδικευμένο ιατρό άνω άκρου για τη αποφυγή μετεγχειρητικών επιπλοκών. Θα υπάρξει μία σύντομη περίοδος ακινητοποίησης 1-2 εβδομάδων με έναν απλό φάκελο και θα ακολουθήσει ένα εξατομικευμένο πρωτόκολλο κινησιοθεραπείας ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε ασθενούς. Στόχος είναι σε διάστημα λίγων εβδομάδων από την επέμβαση ο ασθενής να έχει μία πλήρη και ανώδυνη κίνηση του άκρου του και να επιστρέψει υγιής στην καθημερινότητα του.